- φείδομαι
- ΝΜΑ1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων όταν πρόκειται να αντιμετωπιστούν προβλήματα υγείας» β. «τοῡ ἰδίου υἱοῡ οὐκ ἐφείσατο», ΚΔγ. «μή φείδεσθε στρατοῡ», Σοφ.δ. «οὐδέ τῆς ψυχῆς ἐφείσαντο», Δημοσθ.ε. «οὐ φείσατο... νευρᾱς Ἡρακλέης», Πίνδ.)νεοελλ.φρ. «χρόνου φείδου» — μην αφήνεις να περνά ο χρόνος χωρίς να τόν εκμεταλλεύεσαι, μη χάνεις άσκοπα τον καιρό σουμσν.-αρχ.(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) φειδόμενος, -ένη, -ονα) φειδωλόςβ) μτφ. διστακτικός, δειλόςαρχ.1. (σχετικά με πρόσ. και με ζώα) φροντίζω, επιμελούμαι2. είμαι οικονόμος, ζω με φειδώ («φείδεσθε μὲν ἄμεινον», Θέογν.)3. αποφεύγω να κάνω κάτι, απέχω από κάτι, παύω μια ενέργεια (α. «φείσεσθε τής θήρας», Βίωνβ. «φείδου... λέγειν κακά», Ευρ.γ. «μὴ φείδου διδάσκειν», Ξεν.)4. απομακρύνω ή αποκρούω κάτι (ἐφείσατο δὲ τῆς ψυχῆς αὐτοῡ ἀπὸ θανάτου», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φείδομαι ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhei-d- «σχίζω, χωρίζω» και συνδέεται με: γοτθ. beitan «δαγκώνω», αρχ. άνω γερμ. bīzzan «δαγκώνω» (πρβλ. γερμ. beiβen), αγγλοσαξ. bītan «δαγκώνω», biter «αιχμηρός, πικρός» (πρβλ. αγγλ. bite «δαγκώνω», bitter «πικρός»), καθώς και με τ. που εμφανίζουν έρρινο ένθημα: αρχ. ινδ. bhi-n-admi «σχίζω, χωρίζω», λατ. findo «σχίζω» (πρβλ. γαλλ. fendre). Επομένως, αρχική σημ. τού ρ. φείδομαι πρέπει να θεωρηθεί μια σημ. «χωρίζομαι από κάποιον» (πρβλ. τη σημ. «απομακρύνομαι, αποφεύγω, αποχωρώ» τού ρ. στις φρ. θάλασσας φειδόμεθα, φείσασθαι κελεύθον), η οποία στη συνέχεια έλαβε την ιδιαίτερη χροιά «χωρίζω κάτι, τό βάζω στην άκρη για να τό χρησιμοποιήσω για τον εαυτό μου» (ενδεικτική τής σημ. αυτής είναι και η μέση διάθεση τού ρ. και η σύνταξη του με γεν. προερχόμενη από μια αρχ. αφαιρετική). Από τη σημ. αυτή προήλθαν και οι σημ. «δαπανώ, καταναλώνω με σύνεση», «είμαι οικονόμος», «είμαι φιλάργυρος» αλλά και «φροντίζω, προνοώ για τα αναγκαία, συντηρώ, διατηρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.